σχιστῆς

σχιστῆς
σχιστός
cloven
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχίστης — ο, ΝΑ [σχίζω] νεοελλ. 1. αυτός που σχίζει ξύλα, λίθους κ.ά. αντικείμενα 2. κάθε λίθος που σχίζεται με ευκολία σε λεπτές επίπεδες πλάκες, σχιστόλιθος αρχ. αυτός που ανοίγει αυλάκια σε αγρό με αξίνα ή με άροτρο …   Dictionary of Greek

  • μετασχίστης — και μετασχιστής, ὁ (Α) αυτός που διαιρεί κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σχίστης (< σχίζω), πρβλ. ξυλο σχίστης, παρα σχίστης] …   Dictionary of Greek

  • σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα …   Dictionary of Greek

  • τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… …   Dictionary of Greek

  • Δαυλίς — Αρχαία οχυρή πόλη της Φωκίδας, στα ανατολικά του Παρνασσού, στην αρχαία οδό από τη Χαιρώνεια στους Δελφούς. Ήταν επίσης η αφετηρία της Σχιστής Οδού, που οδηγούσε στη Θεσσαλία. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Δαυλιείς ή Δαυλίδιοι και οι γυναίκες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”